- στοιχειωτικά
- στοιχειωτικόςelementaryneut nom/voc/acc plστοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικόςelementaryfem nom/voc/acc dualστοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικόςelementaryfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.